ξώφαρσα

ξώφαρσα
ξώφαρσα και ξώφαλτσα επίρρ. τοπ., ξώπετσα, ξυστά, ξώδερμα, ξέσκουρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξώφαρσος — η, ο επιφανειακός, ξώπετσος, επιπόλαιος. επίρρ... ξώφαρσα επιφανειακά, ξώπετσα, ξυστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + φάρσος «πλευρά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”